απόπατος

απόπατος
ο (Α ἀπόπατος)
αφοδευτήριο, αποχωρητήριο
αρχ.
αποπάτημα, ακαθαρσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποπατώ (-έω), με υποχωρητικό σχηματισμό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀπόπατος — ordure masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόπατος — ο το αποχωρητήριο, η τουαλέτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποπάτοις — ἀπόπατος ordure masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπάτου — ἀπόπατος ordure masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπάτους — ἀπόπατος ordure masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπάτων — ἀπόπατος ordure masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπάτῳ — ἀπόπατος ordure masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόπατοι — ἀπόπατος ordure masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόπατον — ἀπόπατος ordure masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεφραπόπατος — ο, Ν απόπατος στον οποίο γίνεται χρήση τέφρας για εξουδετέρωση τής δυσοσμίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + απόπατος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”